Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Μετρώντας προβατάκια


Μέσα στα 80’ς η τυπική Ελληνική οικογένεια έζησε το αμερικάνικο όνειρο της δεκαετίας του 50’. Η οικογένεια του Μάκη. Ο Μάκης δούλευε ως αφεντικό στο μαγαζί που πουλούσε κάτι που δεν έχει ενδιαφέρον και το άνοιξε ο πεθερός του το πρωί, και το απόγευμα ήταν δημόσιος υπάλληλος. Κάθε Κυριακή, πήγαιναν στην Χασαποταβέρνα «Ο Μανώλης» στην Περαία. Η ταβέρνα απέραντη, τα τραπέζια τα έβλεπες με μεγαλομεσαίες οικογένειες που τρώνε μπριζόλες σαν πλάνα της ταινίας του Ζακ Τατί που έδειχνε άπειρα γραφεία με υπάλληλους να δουλεύουν σε βάθος πεδίου. Ο Μάκης είχε και ένα παιδί και φρόντιζαν να μη του λείπει τίποτα. Είχε και μια γυναίκα, την Μαρία. Η μαρία, ήταν η γνήσια βλαχοδεξιά κόρη πλουσίου κρυόκολη γκόμενα. Αυτό που ήθελε ήταν να την κυκλοφορείς σε γνωστά κοσμικά μέρη και να την πηγαίνεις ταξίδια για να τα λέει μετά στις φίλες της. Το σεξ μαζί της στην κλίμακα «από την αίσθηση του στόματός σου όταν μασάει μια δροσερή μαστίχα με γεύση δυόσμου, μέχρι να πάρεις το καλύτερο ναρκωτικό που έχει επινοηθεί ποτέ από την επιστήμη και σε στέλνει στον παράδεισο», ήταν ισοδύναμο με την απόλαυση που παίρνεις όταν τρως μια πίτα γύρο. Η ίδια παραδέχονταν στις φίλες της ότι «δεν καταλαβαίνει πια τόση φασαρία με αυτό το σεξ πια, αμάν, νταξει δεν μπορώ πια οτι περνάω και τόσο καλά» και συνέχιζε στην αγορά να ψωνίζει ρούχα. Όταν τους ρωτούσαν τί είναι αυτό που τους δίνει ευτυχία απαντούσαν και οι 2 μονολεκτικά, «το παιδί».
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια, ο πεθερός αποσύρθηκε, το μαγαζί άρχισε να παίρνει την κατιούσα, και λόγω διεθνών εξελίξεων στις αρχές του 90 χάσαν όλους τους ανατολικούς πελάτες, η κρυοκολη πάχυνε και έγινε κρυόκολη χοντροκόλα, ο Μάκης έμεινε δημόσιος υπάλληλος και το μαγαζί έκλεισε, ο γέρος άρχισε να γερνάει από αλτσχάιμερ, οι φίλοι αραίωσαν και το παιδί έχασε τα πόδια του σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και δεν ξαναπερπάτησε. Η Μαρία ξεφυλλίζει το άλμπουμ από τις παλιές φωτογραφίες της χρυσής δεκαετίας που ήταν ευτυχισμένοι και πλούσιοι και αναπολεί το ένδοξο παρελθόν. Ο Μάκης, στα 60 του πια, δημόσιος υπάλληλος που βλέπει τους μισθούς του να συρρικνώνονται λόγω κρίσης φαίνεται κουρασμένος.
Όλοι πιστεύουν οτι έχει βάσανα με το παιδί και πόνο στην καρδιά. Όπως πάντα, φροντίζουν να μην του λείπει τίποτα. Του αγοράζουν πατατάκια, ξηρούς καρπούς, γύρους και χωρίς αυτό να τους τα ζητήσει. Όταν πάει το παιδί διακοπές του φουσκώνει ο μπαμπάς του την μπάλα του μπάσκετ. Όταν τον τσιμπάνε κουνούπια σηκώνεται το πρωί ο μπαμπάς του και ψάχνει φαρμακεία να του αγοράσει φαρμακο για την φαγούρα. Αλλά ο Μάκης κοιμάται τα βράδια. Μάλιστα, για την ιστορία, τα βράδια που ΔΕΝ κοιμόταν ο Μάκης ήταν εκείνα που έκλεινε το μαγαζί. Οκ, τραγικό το γεγονός που το παιδί έμεινε χωρίς πόδια, αλλά πιο δυστυχισμένος ήταν ο Μάκης όταν η οικογένειά του απειλούνταν με πτώχευση. Γιατί το να σώσεις ένα καράβι που βουλιάζει, είναι μια σειρά από δικές σου αποφάσεις (αγγλιστί- it’s YOUR call) και αυτό από μόνο του είναι αγχωτικό και ψυχοφθόρο. Για 3 χρόνια που κρατούσε το μαρτύριο μέχρι να κλείσει το μαγαζί που είχε τεράστια χρέη χωρίς να υποθηκευτεί κάποιο μέρος της περιουσίας, ο Μάκης δεν είχε κλείσει μάτι. Και κέρδισε. Στην περίπτωση του γιού του δεν μπορεί να κάνει και πολλά γιατί δεν είναι και στο χέρι του (αγγλιστί- what you gonna do?) οπότε το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να του φέρνει πατατάκια, σοκολάτες και ξηρούς καρπούς, να υποστιρίζει τις αποφάσεις του και να ελπίζει πως ακόμα και έτσι το παιδί τουλάχιστον δεν θα περνάει άσχημα. Και αυτό δεν είναι για να χάνεις τον ύπνο σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου