Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

O κοντός

ρουφιάνες… πουτάνες είστε όλες να καείτε στην κόλαση .. ο θεός να σας τιμωρήσει.. αλλά από μένα θα το βρείτε.. να δείτε τι εστί κοντός…..καριοοοόλες…»

Η επόμενη ιστορία που θακούσετε, μάλλον είναι αληθινή . ο κοντός , έτσι τον έλεγε ο μπαμπάς μου και η παρέα του . όταν ήταν μικροί , τους έδινε το σπίτι του τα βράδια που δούλευε, γιατί ήταν μεγαλύτερος και ζούσε χωρίς γονείς, να πάνε με τις κοπέλες τους, με αντάλλαγμα να τον βάζουν τζάμπα στο Χαριλάου για να βλέπει τον Άρη. Ο Άρης ,εξαιτίας του δεν κέρδισε ποτέ εντός έδρας όταν πήγαινε αυτός. Κι αν δεν έχουν περάσει γυναίκες από το σπίτι του… ‘Όχι από αυτόν , από το σπίτι του. Αυτός, εκτός από κοντός ήταν και χοντρός, άσχημος και καραφλός, με το μαυριδερό του δέρμα να εκπέμπει όλη την αρνητική ενέργεια σαν μία μαύρη τρύπα που καπνίζει, πίνει, βρίζει, βρωμάει και κατουριέται ταυτόχρονα. Όλη αυτή η συσσωρεμένη ασχήμια έδινε το τέλειο άλλοθι στη μιζέρια του και στο απωθητικό του χαρακτήρα του.. Εκτός από αυτό είχε και ένα προβληματάκι στην εκφορά του λόγου . δεν μπορούσε να προφέρει το ΜΠ- και αντί για αυτό έλεγε π- και αντί για γκ- έλεγε κ-.Οι περισσότεροι τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του γιατί τον είχαν ανάγκη και δεν μπορούσαν να μην τον μιλάνε. Τα παιδικά μου χρόνια τον γνώρισαν σαν τον προποτζή της γειτονιάς .Στην αρχή της πετυχημένης καριέρας του ,υπήρξε καφετζής. Από κει έκανε όλους τους φίλους του. Αλλά το πραγματικό του ταλέντο ήταν το χαφιεδιλίκι. Επί χούντας , το άθλημα του καρφώματος , το μετέτρεψε σε επιστήμη , δίνοντας όποιον δεν χώνευε στους ευγενικούς ασφαλίτες της γειτονιάς. Ακόμα και εμένα , τον δεκαεξάχρονο τότε- γιο του φίλου του, με κάρφωσε στον μπαμπά μου γιατί την κοπανούσα από το σχολείο απέναντι στο προποτζίδικο και κάπνιζα τσιγάρο. Αργότερα η πολιτεία για την συνεισφορά του στον πολιτισμό και την κοινωνία τον τίμησε παρέχοντας του , από το παράθυρο , το προποτζίδικο « Ο ΚΙΜΠΑΡΗΣ» , που το έλεγε « ο κιπάρης» το οποίο βρισκόταν δίπλα στον πολυκινηματογράφο «ΑΕΛΩ» - 2 ταινίες σεξ. Ο κιμπάρης ήταν το στέκι των μεγάλων που δεν χώνευαν τους άλλους μεγάλους που είχαν στέκι το καφενείο λίγο πιο δίπλα. Εγώ πάλι προτιμούσα το καφενείο γιατί έπαιζα ηλεκτρονικά με γυμνά γκομενάκια που προορίζονταν για τα ευχάριστα διαλλείματα των τζογαδόρων μικροαστών νοματαίων ,που μετά τη δουλειά και τις κατίνες γυναίκες τους παίζαν χαρτιά μέρα νύχτα . λίγο ανούσιο βέβαια αν το σκεφτεί κανείς γιατί εδώ και πάρα πολλά χρόνια , ουσιαστικά το ποσό που παίζεται παραμένει σταθερό , μιας που οι παίκτες παραμένουν ίδιοι και τα λεφτά πηγαίνουν από τα χέρια του ενός , στα χέρια του άλλου κυκλικά. Ακόμη και τώρα παίζουν , περιμένοντας μάλλον κάποιον να πεθάνει και στο τέλος να μείνει ο μεγάλος νικητής – που θα έχει καταφέρει να ζήσει μια ζωή πάνω στην καμένη από αποτσίγαρα τσόχα . όλοι οι υπόλοιποι που δεν τους ενδιέφερε να μπουν στον κύκλο με τα χαρτιά – όχι βέβαια ότι ήταν ωριμότεροι και εξυπνότεροι από τους άλλους, δοκίμαζαν την τύχη τους στο προπό και στα λαχεία του κοντού.

Ακούγεται ειρωνικό για ένα άνθρωπο που βγάζει λεφτά από τις ελπίδες κάποιων στην Θεά Τύχη, αλλά ο ίδιος ήταν και αρκετά γκαντέμης. Η φήμη του σαν γκαντέμης αποτελούσε πάντα πηγή κακοπροαίρετων σχολίων από τους πελάτες – φίλους του που νόμιζε ότι είχε. όχι και πολύ άδικα μάλλον , αφού ποτέ κανείς δεν κέρδισε σε αυτό το προποτζίδικο. Ούτε ένα μικροποσό. Αυτός και δεν έχει κερδίσει ποτέ. Καμιά φορά όταν έπαιρνε χαμπάρι ότι κάποιος έπαιζε σε άλλο προποτζίδικο του έκανε παράπονα. Ο άλλος τον σιχτήριζε με συνοπτικές διαδικασίες και η ζωή κυλούσε ήρεμα. Αλλά καμία φορά η τύχη διαλέγει τους τολμηρούς και τους δίκαιους. Και αυτός και οι πράξεις του ήταν οι εχθροί της. Μια φορά ήρθε στον «κιπάρη», ένας τυφλός γέρος λαχειοπώλης ,από αυτούς που δεν είχαν ποτέ στον ήλιο μοίρα ,που την έβγαζε όλη τη μέρα στους δρόμους, και έλπιζε στις χαμένες ευκαιρίες στην ελπίδα των άλλων που περίσσευαν στον ξύλινο «σταυρό» που κρέμονται τα λαχεία . Του ζήτησε ευγενικά να τσεκάρει τα λαχεία που του περίσσεψαν. Του είπε ότι δεν κέρδισε κανένα και πέταξε τα λαχεία στο καλάθι του. Όταν έφυγε ο παππούς, έτρεξε στο καλάθι γρήγορα και τράβηξε από αυτό ένα από τα λαχεία που κέρδιζε τελικά, αλλά όση ώρα ήταν ο γέρος στο προποτζίδικο του παρίστανε τον κινέζο. Με το εξαργυρωμένο πια λαχείο , αγόρασε ένα μικρό λεωφορείο , ως μια επένδυση για τη μεταφορά των συγχωριανών του από την πλατεία στην πόλη –με το αζημίωτο βέβαια.. Ο ίδιος δεν οδηγούσε ποτέ μεγάλες αποστάσεις γιατί φοβόταν , οπότε αρκούνταν στο να παίρνει το λεωφορειάκι του από το σπίτι της μάνας του στο χωριό έως και την πλατεία, για να κάνει μόστρα στις χωριατοπούλες, παριστάνοντας τον σπουδαίο. Όχι ότι του έδινε καμία «κόμενα» σημασία βέβαια. Αλλά θα πρέπει να του άρεσε η ιδέα ότι θα παίρνει αυτός τα «κομενάκια» του χωριού και να τα κάνει τσάρκες από την υπερχειλίζουσα φαντασία του, στην στερημένη πραγματικότητά του. Ο κανονικός οδηγός και συνεργός του στην απάτη με τον γέρο, ήταν ο αδερφός του, ο μοναδικός άνθρωπος που τον αγαπούσε . Αλλά δεν κράτησε πολύ η ιστορία με το πούλμαν, μιας που το τράκαρε μετά από μερικές βδομάδες , με συνολική ζημιά μεγαλύτερη από το λαχείο που κέρδισε τελικά. Υπήρξε κακός και φθονούσε τον κόσμο. Φθονούσε που αυτοί είχαν όμορφες γκόμενες αμάξια , σπίτια, ζωή και τους έβριζε. Πρώτα ήθελε το κακό των άλλων και μετά το καλό το δικό του. Αλλά κάπου ήταν αυτός στερημένος από τη ζωή και τα φόρτωνε στο εύκολο θύμα, τους άλλους. Και αντί να καθίσει να μάθει από τους φίλους του , έφτιαχνε με το μυαλό του σενάρια ότι ήταν σπουδαίος ζητώντας επιβεβαίωση. δεν έφταιγε που ήταν άσχημος και αγράμματος, πολλοί είναι τέτοιοι, αλλά δεν ήταν τόσο μαλάκες.

Τα βράδια γυρνούσε σπίτι του όπου και έμενε μόνος. Σιγά μην είχε και γυναίκα τέτοιος που ήταν. Οι νόμοι της εξέλιξης μέσω της αναπαραγωγής των ειδών ήταν πολύ σκληροί απέναντί του. Με ότι και να τον διασταύρωνες θα έπαιρνες κάτι πολύ άσχημο τουλάχιστον . και η χλωροφύλλη ακόμα αποσυντίθονταν στη θέα του. Η μητέρα φύση έδειχνε στα παιδιά της το λάθος της για την αποφυγή και τον περεταίρω παραδειγματισμό για το καλό των υπολοίπων ειδών σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν δεν πήγαινε με πουτάνες και όταν δεν τον έπαιζε στο σινεμά δίπλα του , που έμπαινε από την πίσω πόρτα που επικοινωνούσε με το μαγαζί του ,έτσι ποτέ δεν τον είδε κανένας να μπαίνει μέσα αλλά όλοι τον έβλεπαν μέσα , την έπεφτε στις γυναίκες των φίλων του, παριστάνοντας πρώτα τον καλό και εξυπηρετικό φίλο. Μια φορά πέτυχε στο χωριό του , το καλοκαίρι που πήγαινε για παραθέριση ,τη γυναίκα ενός φίλου του , η οποία ήταν αρκετά όμορφη και εκλεπτυσμένη. Την προσκάλεσε στην ταβέρνα της γειτονιάς του και την κέρασε ενώ εξασφάλισε το γεγονός ότι η ταβέρνα ήταν η κεντρική του χωριού για να δείξει πόσο πετυχημένος ήταν στους συγχωριανούς του, που συναναστρέφεται με σημαντικούς ανθρώπους όπως μια βολεμένη κυρία της υψηλής κοινωνίας. Και εκεί που η κουβέντα προχωρούσε ευχάριστα άρχισε να αναστενάζει , προκειμένου να κλαφτεί για κάποια γκόμενα που τον παράτησε , επειδή τον ήθελε για τα λεφτά του (γυναίκα δεν υπήρχε ποτέ μάλλον ή υπήρχε αλλά ποτέ δεν γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει , αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να επινοήσει ένα τραγικό , δακρύβρεχτο λαβ στόρι που θα έκανε τον Νίκο Ξανθόπουλο να σκάσει από τη ζήλεια του). Στο τέλος την γύρισε σπίτι της . Μερικούς μήνες αργότερα ξαναβρέθηκε στο σπίτι της με παρέα . εκεί ξανάρχισε να κλαίγεται και η γυναίκα τον παρότρυνε να πάει με μια γνωστή της που τον ήθελε. Αυτός όμως την απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα γιατί ήταν έλεγε πως ήταν άσχημη και αγράμματη. Επέμενε πως του άξιζε μια νέα ,όμορφη και έξυπνη, ένα «τζιτζί» όπως έλεγε εκείνος . «Μα το τζιτζί μαζί σου θα πήγαινε?» του απάντησε αυτή. Πάντα έβαζε τον εαυτό του πιο πάνω από ότι πραγματικά πίστευε πάντα νομίζοντας πως ήταν πιο έξυπνος από τους άλλους ενώ δεν ήταν. Ποιο τζιτζί θα πήγαινε με έναν άσχημο . χοντρό, αγράμματο? Βέβαια, η αλήθεια όμως είναι ότι αν δούμε τώρα με ποιους βρίσκονται τα τζιτζιά δεν θα είχε και πολύ άδικο. Στην περίπτωσή του όμως είχε. Και μετά πέταξε την μαλακία: “ έχε χάρη που σεβάστηκα τον άντρα σου τότε που με πήγες στην ταβέρνα αλλιώς…» η απάντηση ήταν άμεση «έχεις δει τον εαυτό σου στον καθρέφτη , βλάκα?» μετά ζητούσε συνήθως και τα ρέστα απειλώντας πως θα τα πει όλα στους άντρες τους για τις ανήθικες προτάσεις που του έκαναν και οι άλλες γυναίκες των άλλων. « εγώ φταίω που είμαι καλός μαζί σας , όταν εγώ σας κερνούσα ψάρια στη γιορτή μου , εσείς μου κερνούσατε καριόκες στη γιορτή σας, αχάριστοι , άτε τώρα μην ανοίξω το στόμα μου για τον καθένα σας , πόσο κατέμης είμαι που έπλεξα μαζί σας » και άλλα πολλά ήταν στην απογευματινή ζώνη του προγράμματός του , αλλά ως εκεί μπορούσε να βλάψει τους γύρω του που τον ξέραν πια και δεν του έδιναν και ιδιαίτερη σημασία ,ενώ απλά πρόσεχαν να μην έπαιρνε χαμπάρι τίποτα για την προσωπική ζωή του καθενός και τα χρόνια περνούσαν. Μια άλλη φορά νόμιζε ότι τον γούσταρε μια φοιτήτρια και από σπόντα καλέστηκε σε ένα πάρτυ που είχε διοργανώσει. Η παρέα του , τον έντυσε γαμπρό , τον αγόρασε ακριβό αναπτήρα και τσιγάρα. Την επόμενη μέρα γύρισε μόνος.

Είχε γίνει καμιά πενηνταριά και χρονών, και το προποτζίδικο στη δεκαετία του 90 πήγαινε μια χαρά , όλο και περισσότεροι πελάτες ερχόταν να δοκιμάσουν την τύχη τους στον κοντό, ένας από τους οποίους ήταν και ο μεγαλύτερος έρωτάς του , η ζωντοχήρα. Η ζωντοχήρα ήταν περίπου συνομήλική του , που την παράτησε ο άντρας της και δεν της έδωσε τίποτα, εδώ και κάποια χρόνια μια από τις καθημερινές κατίνες υπάλληλους που βλέπεις στα νοσοκομεία, με ιδιαίτερη τριχοφυΐα , που όταν σε κάνουν ένεση πιο πολύ φοβάσαι την νοσοκόμα παρά τη βελόνα. Ομολογουμένως ήταν η γυναίκα που του άξιζε. Και πάλι με τη μέθοδο , «είμαι φίλος θέλω να σε βοηθήσω» την προσέγγισε αλλά και πάλι δεν του κάθισε. Έτσι , πέρασε ένα χρόνο μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο όπου δούλευε, έχοντας δικαιολογία την υγεία του , καθόλου παράξενο για ένα πενηντάρη καπνιστή , χοντρό με όλες τις πιθανές αρρώστιες να παρελαύνουν στη σειρά , μια καμία ουσιαστική και επικίνδυνη εκτός από την πιο αηδιαστική από όλες, την ουρολοίμωξη που είχε με αποτέλεσμα να έχει συχνοουρία σε όλη τη διάρκεια της μίζερης ζωής του. Όλες οι υπόλοιπες αρρώστιες που υπέφερε, μάλλον επινοήθηκαν από τον ίδιο για να κάνει τον ρόλο του ακόμα πιο πιστευτό. Μονίμως πονούσε και επέμενε να τον προσέχει η ζωντοχήρα. Κατάφερε να την πάρει αποκλειστική στο σπίτι του, με αντάλλαγμα να βολέψει την κόρη της στο δημόσιο. Και κάπου η χήρα αποδέχτηκε την μοίρα της ότι , μετά από καιρό χωρίς να έχει κάποιον να την φροντίζει , τον άφησε να κάνει τα πάντα για αυτή. Της έκανε τα ψώνια , της πλήρωνε τους λογαριασμούς, της αγόρασε αμάξι με τα κέρδη του μαγαζιού, την έστειλε σε πιο κοντινό νοσοκομείο να δουλεύει και τελικά τα κατάφερε να τον κάνει να νομίζει ότι τα έφτιαξαν. Παρόλα αυτά, το πρόβλημά του με τη συχνοουρία βελτιώθηκε, οι μαλακίες που πετούσε σε κάθε γνωστό ελλατώθηκαν, τα καρφώματα που έκανε σταμάτησαν για ένα διάστημα. Η βαρετή του ζωή απέκτησε νόημα για τα καλά, επιτέλους έζησε για ένα διάστημα τη ζωή που όλοι οι υπόλοιποι για όλα αυτά τα χρόνια την είχαν δεδομένη. Έβγαινε μαζί με την κοπέλα του, πηγαίνανε σε ταβέρνες αλλά η ζωντοχήρα δεν ήθελε να βγαίνουν μαζί με άλλα ζευγάρια γιατί ντρέπονταν, έκανε έρωτα με κάποια που σχεδόν τον γούσταρε. Είχε κάποιον να προσέχει την χολυστερίνη του, κάποιον να βλέπει τηλεόραση και να μην μιλάνε. Είχε πια αληθινές ιστορίες να πει στην παρέα του, σε βαθμό που γινόταν κουραστικός. Μια φορά μάλιστα , κάποιος πήγε να κερδίσει και το 13αρι στο προπό και μια άλλη φορά ο ίδιος ο κοντός έπιασε 5αρι στο λόττο.

Οι ευτυχισμένες μέρες του κοντού όμως δεν κράτησαν πολύ. Λίγους μήνες μετά τον δεσμό του με τη ζωντοχήρα ήρθαν τα άσχημα νέα. Ο άντρας της πέθανε. Η πρώην ζωντοχήρα και νυν χήρα πήγε να πενθήσει τον πρώην άντρα της. Ζήτησε να μείνει για λίγο καιρό μόνη , μιας που κατάλαβε ότι τελικά τον αγαπούσε τον άντρα της και ουσιαστικά έβγαινε μαζί με τον κοντό ελλείψει εκείνου ή άλλου καλύτερου. Ο κοντός έγινε έξω φρενών και άρχισε πάλι να κάνει μαλακίες . ζήτησε πίσω το αμάξι που της χάρισε , έβριζε μπροστά της τον άντρα της , άρχισε να την προσβάλλει λέγοντας «σε πήρα ζητιάνα και σε έκανα κυρία» , μέχρι που η γυναίκα μην αντέχοντας άλλο τις προσβολές του ζήτησε να μην τον ξαναδεί. Και αυτός άρχισε να την παίρνει από πίσω. Την έστηνε κάθε βράδι κάτω από το σπίτι της περιμένοντας να την δει. Μια φορά τον πήρε χαμπάρι και τον έβρισε . μια άλλη φορά την επισκέφτηκε στο νοσοκομείο για να επαναλάβει το ίδιο κόλπο που έκανε παλιά. Το κόλπο ξαναέπιασε και ξαναβρέθηκαν μαζί αλλά για πολύ λίγο καιρό. Μετά τον ξαναεγκατέλειψε. Η χήρα σιγά σιγά έγινε η ψύχωσή του. Το θολωμένο του μυαλό ξαναγύρισε στην κατάσταση που ήταν και πριν την γνωρίσει αλλά τώρα ακόμα χειρότερα. Άρχισε να την ξαναπέφτει με το μυαλό του στις γυναίκες των φίλων του με σκοπό να εκδικηθεί εκείνη. Αλλά ούτε οι γυναίκες ενδιαφέρθηκαν αλλά ούτε και το αφτί της χήρας δεν ίδρωσε από τις «επικές» κατακτήσεις του πρώην της. « πουτάνα , θα πληρώσεις» το σύνθημα του κοντού «παιδί μου να ξες ,οι γυναίκες είναι άτιμες» οι συμβουλές του προς εμένα , λίγους μήνες πριν με καρφώσει στον μπαμπά. Κάθε μέρα στο προποτζίδικο ακουγόταν βαριά λαϊκά άσματα με βαρύγδουπους στίχοι .κάπνιζε και έπινε συνέχεια. Το ποτό επιδείνωσε και το πρόβλημα με τη συχνοουρία του. «της έδωσα την καρδιά μου και την πέταξε στα σκουπίδια» μετά αναστέναζε και μετά έβαζε τα κλάματα . οι γύρω γελούσαν μαζί του. Καμιά φορά λες σημαντικά πράγματα στον εαυτό σου και όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση, γυρνάν πίσω στα μούτρα σου σαν ένα παιδάκι που σου κατεβάζει τα παντελόνια του και σε κλάνει. Ο κοντός ήξερε ότι έγινε γελοίος , εξάλλου πάντα ήταν, και αποφάσισε να συνεχίσει αυτή την τελειωμένη πια ιστορία στο κεφάλι του, γιατί αφενός δεν είχε και κάτι καλύτερο να κάνει και αφετέρου, αυτή ήταν η μοναδική πραγματική ερωτική ιστορία που είχε ζήσει και ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους. Μια μέρα τις ξεφούσκωσε τα λάστιχα του αμαξιού που την αγόρασε. Μια άλλη έβγαλε βρώμα ότι η χήρα κλέβει το νοσοκομείο με αποτέλεσμα να απολυθεί από αυτό. Ένα βράδι που πήγε να κάτσει έξω από το σπίτι της , την είδε να μπαίνει με έναν άλλον. Την επόμενη μέρα προσέλαβε ντέντεκτιβ να λύσει το μυστήριο. «Ναι κύριε ------, η γυναίκα σας γαμιέται τελικά με εκείνον» του απάντησε ο ντέντεκτιβ. «ιδού και οι φωτογραφίες , να και το ποιόν του». Ήταν ο δικηγόρος του πρώην άντρα της που διατηρούσε σχέση μαζί της εδώ και αρκετό καιρό. Λίγο μετά την απόλυσή της από το νοσοκομείο, την έβαλε ιδιαιτέρα του στο δικηγορικό του γραφείο , και κατάφερε να φέρει την κόρη της σε ένα ικα της γειτονιάς της και όχι στα κατσικοχώρια που ήταν προηγουμένως από το βύσμα του κοντού . αλλά ήθελε να μάθει και άλλα. Έβαλε τον ντέντεκτιβ να της παρακολουθεί και τα τηλέφωνα. Όλη τη μέρα την περνούσε ακούγοντας κασέτες. Με ποιες θείτσες θα πήγαινε στην εκκλησία και μετά για καφέ, ποιοι της ζητάν χρήματα, τι της λέει ο γιατρός για την εμμηνόπαυση και πως ακόμα είναι σε ηλικία να απολαύσει το σεξ, οι τρυφερές κουβέντες που αντάλλασσε με τον αγαπημένο της που ποτέ δεν την είχε ακούσει για τις λέει σε αυτόν, οι περιπτύξεις που είχε στο κρεβάτι με τον λεγάμενο, τα πάντα. Ένα πρωινό πήγε σε ένα καρτοτηλέφωνο και πήρε τον πατέρα της. Το διηγηματάκι αυτό έχει την αποκλειστική τύχη να έχει καταγράψει τον διάλογο: «γεια σας , είστε ο πατέρας της ---? -«ναι ποιος είναι? Δεν ακούω καλά»- «η κόρη σου γαμιέται» «τι κάνει? Χτυπιέται?»

«όχι γαμιέται» «δεν σ΄ακούω βρε παιδάκι μου» «την έχω με τον λεγάμενο σε κασέτα» -«κουφέτα?» « όχι. Η κόρη σου έχει κόμενο»-« μας κόψαν το τηλέφωνο? Από τον οτε είσαι?» κάπου στο τέλος ο γέρος άκουσε τα βογκητά που έπαιξαν από την κασέτα του κοντού και έπαθε καρδιά. Τελευταία στιγμή τον γλίτωσαν. Η εν λόγω κασέτα παίχτηκε και στην αδερφή της και στην κόρη της . Η χήρα τον έκανε μήνυση για εισβολή προσωπικού χώρου και παρενόχληση μιας που η κασέτα από μόνη της δεν αποδείκνυε τίποτα. Στο δικαστήριο , ο δικηγόρος πήγε να τον σκίσει τα φρόκαλα. Του ζήτησε τόσα λεφτά όσα μπορούσε να του πάρει για να μην τον στείλει στη φυλακή. Τον ξεφτίλισε. Αλλά αυτό που του πήρε κυρίως ήταν το δικαίωμα στην ελπίδα. Και στο νόημα που είχε η ζωή του. Ο κοντός όμως δεν παραδόθηκε τόσο εύκολα. Έστειλε την κασέτα στη γυναίκα του δικηγόρου, στην μάνα του , στα παιδιά του και βασικά σε όποιον τον γνώριζε. Ο ντέντεκτιβ που προσέλαβε είχε κάνει καλά τη δουλειά του και μπορούσε να αποδείξει την γνησιότητα της ταυτότητας του εραστή της. Δεν ήξεραν ότι η ερωτική τους ζωή ήταν καταγεγραμμένη σε όλες της τις μορφές. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν που πήγε στο χωριό του και πλήρωσε ένα γύφτο που πουλάει καρπούζια να παίζει τις κασέτες στα μεγάφωνα. Το χιτ του καλοκαιριού εκείνου μόνο στα ραδιόφωνα δεν έπαιζε αλλά αν κρίνουμε για την επιτυχία , ένας χρυσός δίσκος θα του άξιζε. Η γυναίκα του δικηγόρου πήγε να τον χωρίσει αλλά τελικά ξαναγύρισε με την προυπόθεση να αφήσει τη χήρα. Άλλαξαν σπίτια και τηλέφωνα. Κανένας δεν τους ξαναείδε στην πόλη.

Η χήρα αργότερα τα έφτιαξε με ένα υπάλληλο του Ο.Α.Σ.Θ. και δεν ξαναμίλησε στον κοντό. Ο κοντός , πήγε να επιβεβαιώσει το αν μπορεί ακόμα να ελπίζει στη χήρα ρωτώντας την άποψη των ειδικών. Η καφετζού-μέντιουμ-κληρονομικό χάρισμα τον καθησύχασε και του είπε πως έχει ακόμα ελπίδες και στο τέλος θα ξαναβρεθούν μαζί.. οι τελευταίοι φίλοι που του είχαν απομείνει τον έλεγαν να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και να μην της ξαναμιλήσει. Ο κοντός διοργάνωσε ένα πολύ μεγάλο τσιμπούσι στην ονομαστική του γιορτή και φώναξε τους πάντες . φώναξε και εκείνη για να της δείξει πως είναι σημαντικός και έχει πολλούς φίλους. Μέχρι και αγνώστους φώναξε για να μαζευτούν όσο περισσότεροι γίνεται. Η χήρα δεν εμφανίστηκε. Το πάρτυ έληξε με συνοπτικές διαδικασίες πριν την ώρα του, πλήρωσε τον λογαριασμό , άφησε τους άλλους να διασκεδάσουν και πήγε σπίτι του κλαίγοντας και κοιμήθηκε. Εκείνο το βράδι όλα τελείωσαν για αυτόν και πήρε την απόφαση να μην την ξαναενοχλήσει.

Πέρασαν τα χρόνια και ο κοντός είχε σχεδόν παραιτηθεί από τα πάντα. Η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε, μα αυτή τη φορά δεν έλεγε ψέματα. Νέες τεχνολογίες , καζίνα, πάμε στοιχήματα, υπολογιστές κατέκλισαν τα μαγαζιά και δεν είχε ούτε τη μόρφωση ούτε τη διάθεση να ακολουθήσει την τάση ,και ο «κιπάρης» άρχισε να παίρνει την κατιούσα. Το τσοντάδικο δίπλα έκλεισε και τη θέση του πήρε ένα σούπερ μάρκετ, όχι ότι είχε μετά τη χήρα διάθεση για σεξ . Στο προποτζίδικο, πια έφυγαν και οι σταθεροί «φίλοι», μιας που οι τελευταίοι είχαν να πατήσουν το πόδι τους κανά χρόνο γιατί στον τελευταίο τους καυγά τον έβρισαν πολύ άσχημα και είχαν βαρεθεί να τον συγχωρούν. Μόνο λίγοι πελάτες που δεν τον ήξεραν είχαν απομείνει .Με δυσκολία τους εξυπηρετούσε μιας που είχε το πουλί του συνδεδεμένο με ένα λάστιχο που στέλνει τα κάτουρα κατευθείαν σε ένα μπουκάλι γιατί δεν μπορούσε να κινείται συνέχεια και το νεφρό του είχε χαλάσει τελείως . Μια μέρα ήρθε μετά από καιρό μια παρέα από πελάτες να παίξουν ένα ομαδικό σύστημα και πάνω στη βιασύνη του να τους εξυπηρετήσει ,του έφυγε το λάστιχο και έπεσε πάνω στους ανθρώπους και άρχισε το κάτουρο να φεύγει προς όλες τις κατευθύνσεις. το δε μπουκάλι που κατέληγε το λάστιχο, έπειτα από ένα εντυπωσιακό σάλτο προσγειώθηκε σε έναν από τους πελάτες. Λίγους μήνες αργότερα πήρε σύνταξη και το έκλεισε το μαγαζί. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε από πνευμονικό οίδημα , και αφού δεν ήταν κανένας να τον βοηθήσει και κανένας δεν ενδιαφερόταν για αυτόν πια , τον βρήκαν μετά από τρεις μέρες επειδή άρχισε να βρωμάει το πτώμα του μέσα σε ένα σωρό από αποτσίγαρα . Η λιγοστή περιουσία του μοιράστηκε στα ανίψια του. Ίσως αν ήταν λίγο περισσότερο τυχερός να ήταν λιγότερο μαλάκας και να είχε σωθεί. Ίσως αν ήταν λίγο λιγότερο μαλάκας να ήταν και περισσότερο τυχερός .

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΡΙΖΗΣ

COPYRIGHT ® 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου