Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

30 Best Albums of the Year 2011




30.  Washed Out- Within & Without

29.  Loney Dear-Hall Music

28.  The Sunny Era - Gone Missing

27. The Walkabouts über "Travels In The Dustland

26. The Real Tuesday Weld - The Last Werewolf A Soundtrack

27. Wild beasts-Smooth

26. Forest Fire - Staring at the X

25.David Kilgour and The Heavy Eights - Left by Soft

24. Megafaun - Megafaun

23.  Anna Aaron - Dogs in Spirit

22. Slow club- Paradise

21. Ancient Astronauts – Into Bass And Time

20. Metronomy - The English Riviera

19. Tristen - Charlatans at the Garden Gate

18. East river pipe-We Live in Rented Rooms

17. Metal mountains-Golden Trees

16. The Raveonettes - Raven in the Grave

15. Blue Sky Black Death- Noir

14. Kurt Vile - Smoke Ring for My Halo

13. Wilco - The Whole Love

12. Luke Temple - Don't Act Like You Don't Care

11. Robin Guthrie - Emeralds

10.My Morning Jacket - Circuital

9.  DeVotchKa-100 lovers

8. Alexander- Alexander

7. M83 - Hurry Up, We're Dreaming

6. Bodies of Water - Twist Again

5. The Antlers - Burst Apart

4. Destroyer - Kaputt

3. Girls - Father, Son, Holy Ghost

2. Danger Mouse & Daniele Luppi - ROME

1. Timber timbre- Creep on Creepin on

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

sweet nights under the dark sky episode #28 : Act Natural


Στον κήπο με τα γιασεμιά βαδίζω μόνος μου έχοντας τις τσέπες μου γεμάτες ναρκωτικά. Ξαφνικά μια κλούβα της αστυνομίας φράζει την είσοδο.Οι έμποροι έχουν φύγει πανικόβλητοι και εγώ περπατώ γρήγορα κατα πάνω τους. Πού πας ρε μαλάκα τόσο γρήγορα στο στόμα του λύκου? Ένα μόνο όνειρο είδες στην φτωχή ζωή σου και λίγο πριν πραγματοποιηθεί ήταν ήδη αργά γιατί ξύπνησες. Το ξυπνητίρι βαρούσε δυνατά το πρωί και δεν άκουσες την φωνουλα σου να λέει μέσα σου ‘‘θα έρθει αστυνομία σήμερα, μη πας’’ αλλά όπως πάντα έκανες πως δεν την άκουσες, κι άνοιξες την πόρτα βιαστικά. Και νάσου εδώ τώρα, ένα ζευγάρι αστυνομικών πλησιάζει κατά πάνω σου. Σκέφτομαι να αλλάξω πορεία θα με καταλάβουν. Να ρίξω το σταφ από τις τσέπες μου θα με δουν. Ακτ νάτουραλ. Παραδώσου εσύ πρώτος. Κάντους την έκπληξη. Η καρδιά σου χτυπάει. Πάντα ήξερες πως η ζωή σου θα τελειώσει άδοξα, σε κάποιο δυστύχημα, σε κάποια στυγερή δολοφονία, σε κάποια φυλακή, σε κάποια αυτοκτονία ενώ θα ακούς την αναπνοή σου να σιγοσβήνει σαν ένα μαγευτικό τραγούδι που θα ακούσεις για πρώτη και τελευταία φορά στο fade out. Αψήφισέ το. Συνέχισε να περπατάς. Κάνε πως δε σε νοιάζει. Κάνε ρέιζ πριν το φλοπ. Η πιο προβλέψιμη μπλόφα. Το ζευγάρι με κοιτά καχύποπτα και με προσπερνά. Η πέτρινη έξοδος του κήπου είναι κοντά. Βγαίνω στον δρόμο. Μάλλον δεν ψάχναν για τυπικούς τυφλούς σαν κι εμένα. Ένιωσα ότι οι θεοί για μιά φορά μου την χάρισαν. Δώρο θα πεί το γραφείο τύπου του εγωισμού μου που προσπαθώ κάθε μέρα να επιβιώσω ακολουθώντας τους κανόνες τους.



Χερ Πιντσίνι

Καθότανε δίπλα μου στο μάθημα των γερμανικών. Τους αρσενικούς μαντραχαλάδες της τάξης, ο καθηγητής μας τους προσφωνούσε με το ΄χερ’ μπροστά από το επίθετο. ο Πιντσίνι κάθε φορά που άκουγε το όνομά του αναπηδούσε από το κάθισμά του ελαφρώς τρομαγμένος. Μονίμως εκτός χρόνου και τόπου, εκτός συγχρονισμού με τους υπόλοιπους, φάλτσος, να ρεμβάζει καθώς φαντασιώνεται το δικό του μαύρο σύμπαν μέσα από νυχτερινές ονειρώξεις. Ήταν ψηλός και μπουνταλάς. Αμπτάλης και αμπλαούμπλας. ψηλός με όρθια μαλλιά τρελού επιστήμονα και 2 στρόγγυλα γυαλάκια σαν δημοσιογράφου του φαρ ουέστ. Τα ρούχα του ήταν του επόμενου αιώνα. Περιφερόταν σαν κατάσκοπος της Περεστρόικα.
Γύρισε κουρασμένος σπίτι του. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο είναι πολύ ήσυχος. Μάλλον θα λείπει. Μπήκε μέσα να πάρει το σίδερο. Ο συγκάτοικος ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, γυμνός, χασισωμένος και χάιδευε απαλά το καυλωμένο του πουλί του. Η οθόνη του υπολογιστή έτρεχε στο σλάιντ σόου φωτογραφίες από κακοποιημένα 6 χρονα. Ο Πιντσίνι δεν πτοήθηκε και πήρε το σίδερο βγαίνοντας κύριος. Μετά άκουσε από το βάθος της πόρτας κάτι ιταλικά μπινελίκια και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έχοντας βγει με τις παντόφλες να βρέχει όλο το πάτωμα έτρεξε να βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο. τα νερά της πετσέτας του, στάζαν και στην τουαλέτα. Έπειτα πήγε να βάλει σεσουάρ. Αλλά ξέχασε το παραθυράκι του μπάνιου ανοιχτό και έτρεξε να το κλείσει. εκεί άρχισε να αναπολεί. τί ήθελε εδω πέρα? γιατί βρίσκεται σε ένα μέρος ξένο? τί θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει? ερωτήσεις που πάντα απέφευγε να απαντήσει και τις μετέθετε για το μέλλον, φαντασιωνόμενος ότι κάποτε θα είναι ευτυχισμένος αρκετά για να τις αναβάλλει μέχρι να πεθάνει. Σαν παρέμβαση από μηχανής θεού, η πόρτα του μπαλκονιού του μπάνιου προσγειώθηκε πάνω στα δάχτυλά του. Ο μεγαλύτερος πόνος στην ζωή του ήρθε σε fast forward σούβλα που πέρασε από τον κώλο του και απλώθηκε απ τα λαρύγγια του στο εύρος όλου του οικοδομικού τετραγώνου μέσα από την πιο βασανισμένη λυσσασμένη και απεγνωσμένη φωνή που ακούστηκε ποτέ. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο δεν φάνηκε να αντιδράει. Το υπόλοιπο σώμα του Πιντσίνι άρχισε να τρέμει. το δέρμα του στα δάχτυλα άρχισε να μαυρίζει και να στάζει αίμα. Ο Πιντσίνι προσπάθησε με το άλλο χέρι ν’ανοίξει το μπαλκόνι αλλά το χερούλι φράκαρε και δεν μπορούσε να πάει πίσω. μπροστά ήταν τα δάχτυλά του και η επιλογή να σπρώξει το πορτάκι λίγο ακόμα ώστε να σπάσουν και να κοπούν και μετά να απελευθερωθεί η πόρτα. Έκλεισε τα μάτια και μέσα στον πανικό του πήρε τη σωστή απόφαση, Έσπρωξε αποφασιστικά την πόρτα προς τα μπρος. Εκείνη την ώρα έκρηξη πόνου σημειώθηκε στα σωθικά του και του αποκάλυψε μια ολόχρυση πύλη. Την Πύλη της χρυσής ευκαιρίας. Έκλεισε τα μάτια απότομα και την έκλεισε. Όταν ο φρικτός πόνος άρχισε να φεύγει, μια φωνή ήρθε και τον ρώτησε ΄΄ποιο είναι το νόημα της ζωής?’’ εκείνος είπε ‘’να μην πονάμε. το βρήκα σωστά?’’. Αμέσως ένιωσε έναν μαύρο με ένα πιστόλι έρχεται κοντά του και του την ανάβει πάνω από τον σβέρκο. τα άχρηστα μυαλά του πετάγονται από το στόμα του και κοσμούν το καπάκι και την λεκάνη της τουαλέτας. Τελικά η ανατίναξη έγινε στην κουζίνα, μιας που από το προηγούμενο βράδυ είχε ξεχάσει να σβήσει τον φούρνο με το υγραέριο, αλλά ο Πιντσίνι κατάφερε να ζήσει. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι στη ζωή υπάρχει κάποιο νόημα. Ο Πιντσίνι πρωταγωνιστεί στο δικό του δράμα της ύπαρξης, όπως οι περισσότεροι που δεν μας νοιάζει η ιστορία του και οι λιγοστοί θεατές που έμειναν, μέχρι να φύγουν κι αυτοί από την αίθουσα. Ένας μπουνταλάς πάντα να πιάνεται σε κάποια φάκα. Ένιωθε ότι έπρεπε να την διαδώσει. Αλλά πρώτα έπρεπε να του ξαναβάλουν τα σπασμένα κόκκαλα στα δάχτυλα. Με δυσκολία πληκτρολογούσε στον υπολογιστή το όνομα κάποιου γειτονικού νοσοκομείου με εξωτερικού ιατρεία. έπρεπε να ντυθεί. να βγεί από το σπίτι, αργά τη νύχτα, να περπατήσει 10 λεπτά στο χιόνι μέχρι να φτάσει στα uban, μετά να κατέβει σε 2 στάσεις, να πάρει ένα λεωφορείο, και τσούπ, σε μισή ώρα να έρθει η σειρά του στην ουρά. Στο νοσοκομείο των ρωτάνε ποια είναι η ασφάλειά του στα Γερμανικά. Δεν καταλαβαίνει. του φέρνουν διερμηνέα στα Αγγλικά. του λέει πως δεν έχει τίποτα. Αργότερα του γράφουν το όνομα και του ετοιμάζουν τον λογαριασμό στο σπίτι που μένει. Τα τρία του δάχτυλα, χειρουργήθηκαν, αποκαταστάθηκαν ράφτηκαν και τοποθετήθηκαν στον νάρθηκα. Την επόμενη μέρα είδαμε στην τάξη να προσπαθεί να γυρίσει τη σελίδα με τους νάρθηκες. Δεν εμφανίστηκε την επόμενη εβδομάδα. ένας άλλος Ιταλός συμμαθητής του είπε στην τάξη ότι γύρισε πίσω στους γονείς του. Τον σπίτωσαν στο σπίτι της γιαγιάς του που μόλις πέθανε, μέχρι να πεθάνει κι αυτός. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μάλλον, όταν σου παρουσιάζεται μια Πύλη της Χρυσής Ευκαιρίας να την ανοίξεις αλλά έχεις και ένα βολικό μέλλον κάπου να σε περιθάλψει και να σε περιμένει,είναι πιο εύκολο να την αγνοήσεις.   

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ganz einfach που λένε και εδωπέρα


‘’Αν δεν σε νοιάζει που βρίσκεσαι τότε δεν έχεις χαθεί’ - κάπου γραμμένο σ'ενα τοίχο

Ξυπνάω ένα πρωί και βρίσκομαι σε μια ξένη χώρα, που οι κάτοικοί της μιλούν σα να τους έχει πιάσει λόξυγγας, καταλαβαίνω μέχρι στιγμής ένα 8% απ’ όσα μου λένε, και καλούμαι να επιβιώσω μίλια μακρυά από το σπίτι μου, σε δρόμους που δεν ξέρω, με λίγα λεφτά στην τσέπη, ολομόναχος.Φυσικά, αν δεν ήθελα να κατακτήσω την εκφραστική μου ελευθερία και να γίνω ο καλλιτεχνάρας που ονειρεύομαι και δεν αυτοαποκαλούμουνα ΄πολιτιστικός μετανάστης’ θα άραζα ακόμα στην ερωτική μου πόλη θα έπινα φραπόγαλα στην παραλία, ενώ θα έψαχνα να βρω σε ποιό κανάλι-αλλά πρωτίστως σε ποιο αγρόκτημα- παίζει η μεγάλη Ηρακλάρα. Σαφώς πιο εύκολο δηλαδή.

Αλλά πριν κατακτήσουμε την ελευθερία μας θα πρέπει να παλαίψουμε στις αρένες και να την κερδίσουμε. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να κατακτηθούν πρώτα 3 πολύτιμα αγαθά. Γλώσσα, δουλειά και σπίτι.

Στο σπίτι που φιλοξενούμαι, ο πρώην χούλιγκαν-νην τραγουδοποιός του ανεκπλήρωτου έρωτα, έχει κρεμασμένο στον διάδρομο το το μόνο ενθύμιο του από την πόλη, ένα πανώ του Σούπερ-3 με το μπουλντόγκ που καπνίζει πούρο και γράφει CHAMPION-GATE-3 και κάθε φορά που το κοιτάζω πάντα αναρωτιέμαι ‘’Τσάμπιον? ποιό τσάμπιον? πήρανε ποτέ κάνα τσάμπιον και δεν το θυμάμαι?’’ Εντωμεταξύ το δωμάτιο του το έχει μετατρέψει σε στούντιο και συχνά πυκνά, ξυπνάει μεθυσμένος τα ξημερώματα και δίνει συναυλίες. Κάθε φορά που πατάει τα πλήκτρα του πιάνου είναι και μια μαχαιριά στην μουσική. Και στα νεύρα μου. Νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει να βρω μείνω κάπου αλλού.

Βρίσκω το κτίριο που ψάχνω στον απέναντι δρόμο. οι δίπλα μου περιμένουν το φανάρι να ανάψει πράσινο για να περάσουν απέναντι ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανένα αμάξι εδώ και ώρα στον ορίζοντα.Με κάνουν να νιώθω living on the edge, Ιντιάνα Τζόουνς και περνάω απέναντι χωρίς το πράσινο.

‘’Πείτε μου σας παρακαλώ πως πάω στο γραφείο τάδε?, μου απαντάει ο υπάλληλος ‘‘das ist ganz einfach μπλα μπλα’’ ‘‘ωραία, σκέφτομαι. το ganz einfach =είναι πολύ εύκολο, το κατάλαβα. Απ’ όλες τις υπόλοιπες κατευθύνσεις δεν κατάλαβα χριστό και μετά από καμιά ωρίτσα και ρωτώντας και μερικούς άλλους βρίσκομαι στο σωστό κτίριο. Εκεί με περιμένει μια χοντρούλα μεσίληξ που δεν μιλάει καμιά ξένη γλώσσα. Απορώ μέσα μου ‘’άμα πέσει δηλαδή καμιά κρίση/πανούκλα στη Γερμανία αυτές οι ιπποπόταμοι που έχουν γίνει από τα πολλά χάμπουργκερ οι δημόσιες υπάλληλοι που δεν έχουν μάθει ούτε μια ξένη γλώσσα πως θα επιβιώσουν?’’ Η χοντρή δεν φαίνεται προς στιγμήν να χαμπαριάζει και υποθέτω το χειρότερο σενάριο κάτι να μου λέει ΄ότι εμείς δεν πληρώσουμε τα κερατιάτικά σας κολοέλληνες, να φύγετε! να πάτε αλλού!’΄ Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πέσει σε αγενείς υπαλλήλους, από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι πρέπει στο επόμενο μου ραντεβού να βρω κάποιο διερμηνέα.

Τ ἀστέρια πέφτουν, οι αγάπες φεύγουν, οι ελπίδες βουλιάζουν και οι ευχές μένουν στον ουρανό ενώ εσύ τρέχεις σαν μανιακός να προλάβεις τα U-Bahn. είμαστε μόνοι ενάντια στον έναν. τον εαυτό μας. και τη ματζιριά μας. Αποφασίζω να μην κόψω εισιτήριο να δω τι θα γίνει. και τελικά έμαθα. έλεγχος εισιτηρίων. Κάποτε πριν την κρίση έβλεπα ελέγχους αραιά και που. Τώρα, που ζορίζονται και αυτοί αν δεν πέσεις σε έλεγχο τουλάχιστον μια φορά την ημέρα θα είναι τύχη. Με συνοπτικές διαδικασίες με συλλαμβάνουν και μου ζητάνε τη διεύθυνση για να μου στείλουν την κλήση. Εκεί βρίσκω τη χρυσή ευκαιρία να τους ρίξω το φέσι του Αραφάτ’’ και να φύγω Κύριος. Τους δίνω τη διεύθυνση της σκύλας που μ’εκλεισε την πόρτα της Αθήνας στα μούτρα και στα δάχτυλα, τους λέω ‘‘Μανούσου Κουνδούρου -τάδε- Πειραιάς’’. Τέσσερις βδομάδες αργότερα πληροφορήθηκα ότι το κόλπο μου δεν έπιασε και η λυπητερή έφτασε και μάλιστα διπλάσια στο πατρικό μου στη Θεσσαλονίκη.

Στη στάση του U-Bahn που πάω για το σχολείο, στις σκάλες καθώς ανεβαίνεις να βγεις στο δρόμο βλέπεις με σπρέι γραμμένο τη λέξη Kopf Hoch = ψηλά το κεφάλι. παίρνεις λίγο κουράγιο και συνεχίζεις. Δίπλα στο σχολείο είναι το πάρκο του Hasenheide ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Βερολίνου μπορεί να κάνει κανείς τη βόλτα του άμα θέλει να την κοπανήσει από την τάξη και να χαθεί μέσα στο δάσος. Αλλά καλό είναι να μην πάει και πολύ μακρυά γιατί τα μαυράκια που πουλάνε μαύρο μπορεί να σας πρήξουν λίγο. Λίγο έξω από το πάρκο στην Hermanstrase, υπάρχουν τεράστια προποτζήδικα και μικρά καζίνα ώστε όσα λεφτουδάκια βγάζουν τα μαυράκια να πηγαίνουν να τα παίζουν εκεί πέρα και ο κύκλος του χρήματος να κλείνει βλέποντας όλα να καταλήγουν στο μεγάλο χωνί της γκαντεμιάς. 

Η μεσήληξ καθηγήτριά μας στην τάξη κάθε φορά που ακούγεται το όνομα Ανκελα, κορδώνεται σαν γύφτικο σκεπάρνι. σαν την γιαγιά μου που έπινε νερό στο όνομα
‘‘του Μητσουτάκ’’ ένα πράμα,ενώ καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην κάνω κοπάνα κάποιο από το 4ωρο των 5 ημερών την εβδομάδα και κακομάθω μετά και χάσω την τάξη. Με τους συμμαθητές μου-συνομίληκους μαντραχαλάδες- wannabe καλλιτέχνες- νυν σερβιτόρους αργότερα μετά το σχόλασμα την πέφτουμε στα μαγαζάκια της Wesserstrasse στην καρδιά της περιοχής του Neukoln -κάτι σαν τον ζωολογικό κήπο της Βαλαωρίτου δηλαδή, για την απογευματινή μας μπύρα.  Εκεί μιλάμε τα πρωτόγονα γερμανικά για εξάσκηση ελπίζοντας ότι τα όνειρά μας θα πάρουν σάρκα και οστά και ο κόσμος μας δικαιωθεί.

Φτάνει Παρασκευή. Όλοι είναι έξω. Τα χριστούγεννα πλησιάζουν. Σχεδόν ξέχασα σε ποιά πόλη βρίσκομαι. Στην πόλη των χαμένων ψυχών και των ελεύθερων ανθρώπων ή τουλάχιστον έτσι μου αρέσει να νομίζω. Έξω στους δρόμους τα μπομπίρια σκάνε στρακαστρούκες και πυροτεχνήματα. Κάποιες φορες φοβάμαι μην είναι πυροβολισμοί από τη μεγάλη σύρραξη που θα λάβει μέρος και οι λίγοι τυχεροί του διαγωνισμού θα κερδίσουν τη ζωή τους, καθώς με ξυπνάνε τρομαγμένο τα πρωινά. Τα μεγαλύτερα παιδάκια χορεύουνε στα χαμπουργκεράδικα. Ο ψήστης έγινε ντιτζέι και μοιράζει σαν παπάς αντίδωρο με χημική ευτυχία. Οι πιστοί μεταλαμβάνουν και εξαφανίζονται από τη γή για 16 ώρες συνεχόμενες. Εμείς που μείναμε χωρίς αντίδωρο γυρνάμε Κυριακή χαράματα, προσπαθώντας να αποφύγουμε τους κρατήρες εμετών των απανταχού μεθυσμένων, ευχόμασταν να καθόμασταν σπίτι, και μεθυσμένοι να κάναμε σάιμπερ σεξ με γκόμενες από εξωτικά νησιά. Αι σιχτήρ πια. Ο συγκάτοικος αρχίζει καυγά γιατί αύξησα απότομα τη φωνή μου καθώς γκρίνιαζα. Η σύρραξη κορυφώνεται. Μια μπουνιά απέχει από το να τιναχτεί η ζωή μου στον αέρα. Λίγο αργότερα αποφασίζουμε να τα μαζέψω τα πράγματά μου και να βρω σπίτι αλλού.Έχω ένα μήνα μέχρι να βρώ σπίτια. Ψάχνω κάθε μέρα σα τρελός από αγγελία σε αγγελία. Είμαι κουρασμένος. Πηγαίνω στο πρώτο 'πρατήριο βενζίνης' spatkauf να βρω να πιώ. Καταλήγω στο πάρκο του Τempelhof, το παλιό τους αεροδρόμο.


Ξαπλώνω στα γρασίδια μεθυσμένος και πέφτουν τα φύλλα των δέντρων του χειμώνα. Η γη με καταπλακώνει σαν να έπεσα από ψηλά.  Ο τηλεοπτικός πύργος του Βερολίνου, που κοιτάζει όλη την πόλη, με καταγράφει με το τεράστιο κόκκινο μάτι του Σάουρον. Τρέχω πάντα ανάμεσα στο ‘’Κάποτε θα μαστε καλά’’ και στο ‘‘πουθενά’’ την ώρα που φιλάω των αέρα και καταλαβαίνω ότι δεν έχει και πολύ νόημα. Δεν είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον. Απλά φοβάμαι λίγο που όλα πρέπει να τα καταφέρω ολομόναχος. Στο τέλος του ορίζοντα, τα τραίνα πάνε και έρχονται. Σε παράφραση του Αγγελάκα αναρωτιέμαι ‘’τί έγινε εκείνο το s-Bahn που έβλεπε τα άλλα s-Bahn να περνούν?’’ και γελάω για τη μαλακίτσα που σκέφτηκα ενώ κατά βάθος ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν πόλεις για νησιά σαν και του λόγου μου. Αψηφώντας το κρύο την φτώχεια, την γκόμενα που σε πλήγωσε, το σύμπαν που σου λέει ‘‘πού πας ρε Λευτεράκη, πού πας αγόρι μου’΄, εκείνη την ώρα δακρύζω. Άμα αντέξω λίγο ακόμα, οι καλύτερες μέρες θα έρθουν. Χωρίς εκείνη, αλλά θα έρθουν. Το φάντασμά της ανείκει στο παρελθόν. Η ιστορία ανείκει στο παρελθόν, δεν είναι αληθινή. Οι ευχές ανείκουν στο μέλλον. Η ζωή είναι το παρόν. Αυτό θα φτιάξει ένα καλύτερο αύριο. Αύριο θα είναι και πάλι μια δύσκολη μέρα. Ένα μόνο όνειρο είδες στην φτωχή ζωή σου και λίγο πριν πραγματοποιηθεί ήταν ήδη αργά γιατί ξύπνησες. Σηκώνομαι από τα γρασίδια. ξαναρχίζει το τρέξιμο.

υγ. Ηρακλάρα, πάρε το ΑΦΜ της Χέρτα Βερολίνου, να σε βλέπω Bundesliga.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το 13 κόκκινο


Ήταν μια που είχε πάθος με τον τζόγο και έπαιζε τα τελευταία χρόνια κάθε μέρα. Είχε μια δυνατή πίστη μέσα της ότι μια μέρα θα τίναζε την μπάνκα στον αέρα και θα ήταν ευτυχισμένη. Η πίστη η ίδια είναι σαν να παίζεις στα φρουτάκια. Πάντα πιστεύεις σε κάθε παρτίδα ότι θα κερδίσεις μέχρι να σου τελειώσουν τα χρήματα. Και της τελείωναν. Και όσο έχανε τόσο περισσότερο ήλπιζε. Λίγα ψίχουλα τύχης  της τροφοδοτούσαν τις ελπίδες σαν οινόπνευμα σε φωτιά. Μέχρι να μη μείνει τίποτα από εκείνη. Και καθώς έβλεπε τον εαυτό της να καίγεται, σε μια κρίση του ψυχολογικού της ανοσοποιητικού της συστήματος αποφάσισε να μην ξαναπαίξει ποτέ όσο ζει και να κρατηθεί πάνω μου για να σωθεί. Της είχαν μείνει 3 χιλιάρικα για να βγάλει τον χειμώνα, αλλά φοβόταν μη τα σκορπίσει στη ρουλέτα. Ήμουν προς το παρόν ο μόνος που μπορούσε να εμπιστευτεί και μου παρακάλεσε αν γίνεται να τα βάλει στον λογαριασμό μου για να μη μπαίνει στον πειρασμό. Για να έχει την ψευδαίσθηση ότι θα σταθεί δυνατή και στο ύψος των περιστάσεων. Εγώ, άφραγκος φυσικά, το θεώρησα όχι μόνο χρήσιμο αλλά και ιαματικό. Να πληρώσω κανα νοίκι, να βρω κάποιο ρούχο, να αγοράσω φάρμακα για τον βήχα που με είχε ταράξει  10 μέρες τώρα. Ξαπλώσαμε αγκαλιά και μου άνοιξε για λίγο την κάνουλα της αγάπης. Δέχτηκα τα δώρα της με χαρά. Ήταν ότι χρειαζόμουν. Φαντάστηκα τη ζωή μου προς στιγμή αν όχι ευτυχισμένη, με τις βασικές ανάγκες μου καλυμμένες για λίγο καιρό. Ένιωθα σχεδόν νορμάλ, σχεδόν άνθρωπος. Ύσηχος. 

Μέσα στην ευφορία μου δέχτηκα γρήγορα την δυσάρεστη έκπληξη. Μου τηλεφώνησε το επόμενο πρωί  και μου είπε ‘’εεε,  να ρε συ, περπατούσα στο δρόμο και είδα το κόκκινο φανάρι, και μετά σταμάτησε το αμάξι ίδιας μάρκας με αυτό του πρώην μου και έληγε σε 13. Το ξέρω αυτή τη φορά ότι θα κερδίσω, σε παρακαλώ, δώσε μου τα λεφτά που σου εμπιστεύτηκα αν έχεις την καλοσύνη.’’ Δεν την ήξερα αρκετά καλά για να την πιέσω. Η αμύθητη συλλογή από καμένες γούνες που έχω στα γκομενικά μου συνέστησε ψυχραιμία.  Δεν πρόβαλλα καμιά αντίρρηση και της τα γύρισα πίσω. Ξάπλωσα στα γρασίδια και πάτησα ένα μεθύσι. Την επόμενη μέρα συνέχισα τις δουλειές μου. 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η τελευταία ανάμνηση της Αθήνας



Ήταν μέσα Σεπτέμβρη και περπατούσα σε εκείνο τον τεράστιο δρόμο βγαίνοντας από το Σταθμό Λαρίσης ο οποίος εκείνες τις μέρες έμοιαζε με τον σιδηροδρομικό σταθμό φτωχογειτονιάς της Καλκούτα. Έπρεπε να αδειάσω το διαμέρισμα που νοίκιαζα μιας που το σχέδιο ‘‘ζήσε κοντά σε αυτή που σου κάνει να νιώθεις τις αισθήσεις σου να ξυπνάνε σαν άλογα που τρέχουν’’ απέτυχε παταγωδώς. Έξω από το σταθμό, αντί ταξιτζίδων που κάναν απεργία, μαυράκια και Πακιστανοί σου πρόσφεραν τσάρκες με τα αμάξια τους φτιαγμένα από λαμαρίνες που στήνουν τα τσαντίρια τους οι γύφτοι. το πορτοφόλι σου και τις βαλίτσες σου πάντως είναι πιο πιθανό να κάνουν βόλτα παρά εσένα. Λίγο πιο πέρα ένα μαυράκι μόλις άρπαξε την τσάντα μιας γριάς και άρχισε να τρέχει. Οι δε τελάδηδες του δρόμου, δε χαμπαριάζουν και συνεχίζουν το κήρυγμα τους για το επικείμενο τέλος του κόσμου για όλους τους φουκαράδες που ζούνε σ’ αυτή την πόλη, ενώ τα γραφεία στοιχημάτων,το τέλος, το δίνουν φαβορί. Τα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς έχουν σταματήσει μετά τη 1 που έφτασε το τραίνο μου.
Αποφάσισα να πάρω τον μεγάλο δρόμο και περπατήσω μέχρι το σπίτι μου με τα πόδια.  Στ’ αριστερά του δρόμου ξεπρόβαλε η πινακίδα σε μια πολυκατοικία ''Χρυσή Αυγή''. Όταν προτιμάς να ξεχωρίζεις από το να σκέφτεσαι, ερωτεύεσαι τις λάθος λέξεις σκέφτηκα καθώς προχωρούσα τρεμάμενος μην πέσω με τις βαλίτσες σε καναν μαλάκα και με βάλει να του κάνω κανα ‘‘χάιλ’’ στο χάλι που ήμουνα νυχτιάτικα. Μέσα στις βαλίτσες εντωμεταξύ, εκτός από τα ρούχα που φοράω εδώ και 2 χρόνια μιας που η μόδα η φετινή είναι για μένα η μόδα η προπέρσινη γιατί δεν παίζει φράγκο, υπήρχαν και τα 2 βιβλία της μαλάκως, κάτι αναλύσεις πάνω στον χασικλή τον Μόρρισον που την είχαν επηρεάσει όταν ήταν μικρή και έπρεπε να της τα επιστρέψω. Βασικά, ήταν το μόνο διαπραγματευτικό μου χαρτί αν ήθελα να την ξαναδώ για τελευταία φορά πριν εγκαταλείψω αυτήν την γερασμένη πόλη και ακόμη περισσότερο τους γερασμένους της ανθρώπους, για πάντα.   
Αφού περπάτησα κι άλλο μπήκα σε κάτι στενά ν’ανέβω στο σπίτι που νοίκιαζα, αλλά ήταν ακόμη μακρυά και είχα την εντύπωση πως χάθηκα. ‘‘γαμώ τις απεργίες σας ταρίφες, θα ήμουνα τώρα σπίτι και θα την έπαιζα στο ίντερνετ’’ αναστέναξα. Ένιωσα από πίσω μου 3 να μ’έχουν πάρει από πίσω. 99/100 περιπτώσεις, είναι παρέες που περνάνε καλά και εσύ φοβάσαι χωρίς λόγο, αλλά 1/100 είναι παρέες που θέλουν να περάσουν καλά με τα πράγματά σου και εσύ έχεις κάθε λόγο να φοβάσαι. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν αρχίζουν και σου μιλάνε με σπαστά ελληνικά. ‘‘έκεις ένα τζιγκάρο φίλε?.. ντόσε μας όσα έχεις.. Αφήνω τη βαλίτσα και πάω να τρέξω αλλά με προλαβαίνουν με κάτι μαχαίρια..’‘ντοσε το πορτοφόλι σου’’ μου είπε ο πιο μαυριδερός ζουμπάς ‘‘και να στο δώσω φίλε τι θα βρεις? τίποτα’’ του απάντησα προσπαθώντας να τον πείσω ότι δεν έχει νόημα να κλέψουν κάποιον που τρώει 25 ευρώ στο σούπερ μάρκετ την εβδομάδα. Οπότε το μόνο που κοιτάς εκείνη την ώρα είναι το πως θα προσέξεις με όλη τη δύναμη του μυαλού σου να μην πέσεις πάνω στην λάμα και ας πάει και η βαλίτσα με ότι πολύτιμο θεωρείς πως έχει μέσα έχοντας μόλις αναθεωρήσει τις αξίες των πραγμάτων. Ξαφνικά προσγειώνεται στο χέρι του ένας λοστός και το μαχαίρι πέφτει κάτω. Χρέη απο μηχανής θεού ήταν μια παρέα με ξυρισμένα κεφάλια, αρβύλες , στρατιωτικά παντελόνια και διακριτικά σήματα της φάσης τους. ‘‘Ποντίκια θα πεθάνετε’’ ούρλιαξε ο οπλαρχηγός καθώς η ομάδα του ήταν μεγαλύτερη από αυτή των πακιστανών που μ’ επιτέθηκαν. Τα ποντίκια τράπηκαν σε φυγή και οι μισοί τους πήραν από πίσω. Ο πιο ξυρισμένος στο κεφάλι άρχισε το κήρυγμα 2 η ώρα τη νύχτα, το οποίο ήταν πιο κήρυγμα κι από τραγόπαπα σε άμβωνα κι από Λαζόπουλο στην εκπομπή του, περί του ‘‘εμείς θα σώσουμε το έθνος από την κατρακύλα’’. Ένιωσα να του ζητήσω ευχαριστώ που ακόμα είμαι ζωντανός. Βασικά την κωλοφαρδία μου έπρεπε να ευχαριστήσω και την τυχαιότητα που διέπει το σύμπαν, αλλά με βάση τις αρχές της επιβίωσης έπρεπε να ευχαριστήσεις τον σωτήρα σου όσο μπερδεμένο και παράλογο τον θεωρείς πως είναι. Και τό κανα. Άσε που η ανάλυση περί καθαρότητας των φυλών και περί ξεβρομίσματος της περιοχής έπρεπε με κάποιον ευγενικό τρόπο να σταματήσει.
Η θέση ισχύος που βρισκόταν η παρέα έναντι σε μένα ήταν προφανής, οπότε με βάση τη λογική τους ήθελαν και κάτι παραπάνω από μένα. Να γίνω ‘‘δικός’’ τους. Μου ζήτησαν να φιλήσω την ελληνική σημαία και μετά αν το έκανα με προθυμία μάλλον θα ανταλλάζαμε και τηλέφωνα για να με ενημερώσουν και για τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ομάδας. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα τον Καμύ που πίστευε ότι ο άνθρωπος περνάει ολόκληρη τη ζωή του να πείσει τον εαυτό του πως δεν είναι γελοίος. Γαμημένε Καμύ! Αν ήμουν ηλίθιος θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να αλλάξει η κοσμοθεωρία μου και να πιστέψω σε ένα σύμπαν γενετικής καθαρότητας και μάλιστα θα μπορούσα να είμαι ένα πετυχημένο και εξέχον μέλος αν αποδεχόμουν την ομαδάρα τους και αγωνιζόμουν για αυτήν. Και μάλιστα, θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δεχόμουνα ότι έχουν δίκιο σε κάποια από αυτά που πιστεύουν, με την παθητική ευγένεια του αδύναμου σε αντάλλαγμα την ζωή μου και τη βαλίτσα μου και το ενδεχόμενο να ξαναδώ την γκόμενα. Οπότε όφειλα να το βουλώσω, να παίξω τον ρόλο μου όσο καλύτερα γίνεται και γιατί όχι να επισκεπτόμουνα και ένα καινούργιο κουρείο να ξυρίσω το μαλλί μου τις επόμενες μέρες. Γαμημένε Καμύ και όλοι εσείς που με μορφώσατε, και εσύ, γαμημένη φωνή που φωνάζεις μέσα μου να τα βάλεις με όλο τον κόσμο ακόμα και αν πας κόντρα στο προσωπικό σου συμφέρον, στις πιθανότητες να ζήσεις, ακόμα και στη γυναίκα που ερωτεύτηκες και της ψωροπερηφάνιας σου να μην δεχτείς ούτε την φιλία που σου πρόσφερε, γιατί δεν ήσουν ακόμα έτοιμος για να γίνεις άντρας της, και για αυτό μαλώσατε και είσαι εδώ που είσαι αυτή τη στιγμή.
‘‘Φίλε, ευχαριστώ που μ’ έσωσες, αλλά πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε μια άλλη στιγμή’’ ‘’δε θα φιλήσεις τη σημαία πριν φύγεις?’’ με ρώτησε. ‘‘όχι ρε συ, συγγνώμη, παιδάκια είμαστε?’ του απάντησα.
Κάποιος από εκείνους μου έβαλε τρικλοποδιά. Με έπιασαν από τον σβέρκο και από τα χέρια και με ακινητοποίησαν.Ένας άλλος μου έχωσε κάτι μπουνιές. ‘‘θες τώρα πραγματικά να την φιλήσω? θα είναι σαν να με βιάζετε και πρέπει κάτσω ήσυχος, δεν έχει νόημα’’ ‘‘αχάριστε κωλοέλληνα, σε σώσαμε από εκείνους και ακόμα πιστεύεις ότι λέμε μαλακίες’’ μου είπε κάποιος. Έφαγα μια κλωτσιά στα μούτρα και εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι. Μάζεψα την πεσμένη βαλίτσα και συνέχισα να περπατάω προσπαθώντας να ηρεμήσω από την υπερένταση για να υπολογίσω σωστά το μέγεθος του πόνου από τους τραυματισμούς. Τα βιβλία της μαλάκως τουλάχιστον σώθηκαν. Έβαλα πάγο στα καρούμπαλα και στους μωβ κύκλους γύρω από το μάτι μου, που άρχισαν να πονάνε καθώς ξεφύλλιζα για τελευταία φορά τα βιβλία. Αποφάσισα να τα κρατήσω για την πάρτη μου, σαν το τελευταίο αντικείμενο που θα μπορούσα να έχω από εκείνη. Κάποια άλλη φορά ίσως που ο κόσμος μου θα δικαιωθεί, θα της τα στείλω. Μέχρι τότε, θα βρω μια δικαιολογία, πχ ‘’τα έκαψα μέσα στην τρέλα μου, για να την εκδικηθώ, και τα έψησα στο μπάρμπεκιου ένα βράδυ μεθυσμένος’’, κάτι θα σκεφτώ τέλος πάντων. Και μετά προσπάθησα να σβήσω το γεγονός από τη μνήμη μου, αλλά πολύ περισσότερο 'Εκείνη' σαν προσδοκία από το μέλλον μου. Ηρέμησα. Σε λίγες μέρες θα αλλάξω χώρα. Θα διαλέξω για τελευταία και καλύτερη ανάμνηση από την πόλη της Αθήνας εκείνη τη νύχτα που την κρατούσα στην αγκαλιά μου και ξάπλωνε στα πόδια μου, μέσα στο σμαρτάκι της καθώς κοιτούσα μέσα στα μάτια της, ενώ ευχόμουνα μέσα μου να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Έφαγα το τελευταίο μου χάμπουργκερ τις επόμενες μέρες από το εστιατόριο της γειτονιάς και με την ίδια βαλίτσα ξαναπήρα το τραίνο.